χαρτογράφος

χαρτογράφος
ο, ΝΜΑ, και χαρτογράφος, η, Ν
νεοελλ.
ειδικός στην χαρτογραφία
μσν.-αρχ.
χαρτουλάριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαρτογράφος — ο ο ειδικός στη σύνταξη χαρτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρτογραφώ — έω, Ν ασχολούμαι με την χαρτογραφία, είμαι χαρτογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • Κουκ, Τζέιμς — (James Cook, Μάρτον, Γιορκσάιρ 1728 – Χαβάη 1779). Άγγλος θαλασσοπόρος και χαρτογράφος. Κατατάχθηκε στο βρετανικό ναυτικό και αρχικά ταξίδεψε στον Καναδά, όπου ανέλαβε τις χαρτογραφήσεις και τις καταμετρήσεις των ακτών της Νέας Γης και του… …   Dictionary of Greek

  • Σόρτε, Κριστόφορο — (Sorte). Ιταλός ζωγράφος, χαρτογράφος και τεχνοκρίτης (Βερόνα 1510 1595). Υπήρξε ονομαστός χαρτογράφος (Η Βενετική Δημοκρατία του ανέθεσε τη χαρτογράφηση των κτημάτων της από την οποία υπάρχουν σήμερα μερικά αποσπάσματα). Σαν ζωγράφος θεωρείται… …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ανδρών — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Εφέσιος συγγραφέας (5ος αι. π.Χ.). Έγραψε σύγγραμμα για τους Επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας με τον τίτλο Τρίπους. 2. Αθηναίος πολιτικός (5ος αι. π.Χ.). Ήταν πατέρας του Ανδροτίωνα και μέλος της κυβέρνησης των… …   Dictionary of Greek

  • εγκυκλοπαιδεία — Έργο που περιέχει σε αλφαβητική σειρά, συνήθως σε περισσότερους από έναν τόμους, συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη. Οι ε., αντίθετα από τα λεξικά, δεν περιορίζονται στη… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Αμέρικο Βεσπούτσι — (Amerigo Vespucci, Φλωρεντία 1454 – Σεβίλλη 1512). Ιταλός θαλασσοπόρος. Έως το 1499 ασχολήθηκε με το εμπόριο, για λογαριασμό του Φλωρεντινού τραπεζίτη και μεγαλέμπορου Λορέντσο ντι Πιερ Φραντσέσκο των Μεδίκων, ο οποίος τον είχε στείλει στο… …   Dictionary of Greek

  • Κόσα, Χουάν ντε λα- — (Juan de la Cosa, Σαντόνια 1460; – Νταριέν 1509). Ισπανός θαλασσοπόρος και χαρτογράφος. Αρχικά επιδόθηκε σε ταξίδια στις ακτές της Αφρικής. Ως κυβερνήτης του πλοίου Σάντα Μαρία, συνόδευσε τον Χριστόφορο Κολόμβο στα δύο πρώτα ταξίδια του στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”